- φλακή
- η, Ν(διαλ. τ.) βλ. φυλακή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… … Dictionary of Greek
λουκτουκιώ — και λουχτικιώ και λουχτοκιώ, άω κλαίω με λυγμούς («τη χώρα στρέφεται, θωρεί και λουχτουκιά η καρδιά του κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η κερά του», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λύζω «κλαίω με λυγμούς»] … Dictionary of Greek
φλακιάζω — Ν [φλακή] (διαλ. τ.) φυλακίζω … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek